- εὐδιαλύτων
- εὐδιάλυτοςeasy to undomasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυοτροπία — Το φαινόμενο της επίδρασης των διαλυμένων ουσιών στις μοριακές ιδιότητες του διαλύτη (ιξώδες, επιφανειακή τάση κλπ.). Ο όρος λ. χρησιμοποιείται και για την αύξηση της διαλυτότητας των δυσδιάλυτων ουσιών, η οποία πραγματοποιείται υπό την επίδραση… … Dictionary of Greek
απόπλυση — η (Μ ἀπόπλυσις) απομάκρυνση ευδιάλυτων ουσιών και κολλοειδών από το επιφανειακό στρώμα του εδάφους και μεταφορά σε βαθύτερα στρώματα με τη βοήθεια του νερού της βροχής μσν. το πλύσιμο, ο καθαρισμός … Dictionary of Greek
σιδηροκυανιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. ονομασία τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηροκυανιούχου οξέος που περιέχουν στη σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηροκυανίου (α. «σιδηροκυανιούχο κάλιο» β. «σιδηροκυανιούχος σίδηρος») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά … Dictionary of Greek